υδραύλης

υδραύλης
ὁ, ΜΑ
αυτός που παίζει το όργανο ύδραυλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδραυλις, κατά τα αρσ. σε -ης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑδραῦλαι — ὑδραύλης one who plays the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLAGIAULA — in Glossis MS. yaraules, hydraula, fotinestes, plagiaula, apud Salmas. qui legi vult, ὑδραύλης, hydraula: φωτιγγίςτης, plagiaula. Φώτιγξ enim tibiae genus, quae πλαγίαυλος dicebatur, unde πλαγιαύλης et φωτιγγίςτης idem. Servius Graecorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ύδραυλος — ο / ὕδραυλος, ΝΑ, και υδραυλός Ν το μουσικό όργανο ύδραυλις νεοελλ. χαλύβδινος σωλήνας χρησιμοποιούμενος σε αυλωτούς λέβητες, μέσα στον οποίο κυκλοφορεί το νερό που πρόκειται να γίνει ατμός αρχ. ο ὑδραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αὐλός (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”